- μπατάλικος
- -η, -ο [μπατάλης]μπατάλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπατάλικος — η, ο ο μπατάλης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
batal — BATÁL1, batali, s.m. Berbec castrat în vederea îmbunătăţirii calităţii cărnii şi a lânii. – cf. tc. battal netrebnic . Trimis de paula, 05.04.2002. Sursa: DEX 98 BATÁL2, batale, s.n. Groapă de depozitare a ţiţeiului, a noroiului rezultat prin… … Dicționar Român
χαχόλικος — η, ο αυτός που αρμόζει σε χαχόλους, μεγαλόσωμος, άχαρος, μπατάλικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)